σικχαίνω

σικχαίνω
σικχ-αίνω, ([etym.] σικχός)
A loathe, dislike, c. acc.,

σικχαίνω πάντα τὰ δημόσια Call.Epigr.30.4

: abs., Plb.38.5.7, Arr.Epict.3.16.7, M.Ant.5.9, etc.
II [voice] Med., Aq.Ex.1.12, prob. cj. in Euph.21: [tense] aor. ἐσικχάνθην Sch.Ar.Ra.442.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σικχαίνω — Α (ενεργ. και μέσ.) βλ. σιχαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • σιχαίνομαι — σικχαίνομαι ΝΑ, και σιχαίνουμαι και συχαίνομαι Ν, και ενεργ. τ. σικχαίνω Α 1. νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία για κάποιον ή για κάτι (α. «σιχαίνουμαι να τή θωρώ την άσχημή σου μούρη», δημ. τραγούδι β. «σικχαίνω πάντα τά δημόσια», Καλλ.) 2. (η… …   Dictionary of Greek

  • σιαίνω — ΜΑ μσν. ενοχλώ κάποιον αρχ. προκαλώ αηδία ή βδελυγμία σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» κατά το ρ. σικχαίνω «σιχαίνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”